προφθέγγομαι

προφθέγγομαι
Α [φθέγγομαι]
μιλώ προηγουμένως.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πρόφθεγξις — έγξεως, ἡ, Α [προφθέγγομαι] το να μιλήσει κάποιος προηγουμένως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”